Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΤΣΙΜΗ 
ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ"
 ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Ο «ΑΛΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ». ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ» ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΤΣΙΤΑΚΗ.

Το θέμα της εξοικείωσης με το θάνατο έχει απασχολήσει στο πέρασμα του χρόνου φιλοσόφους, ψυχαναλυτές, ποιητές, διανοούμενους, φυσικά εραστές ρομαντικούς ή μη, θεατρικούς συγγραφείς, ιερείς και θεολόγους, μελετητές και αποκρυφιστές. Με όσο διαφορετικό τρόπο προσέγγισης κι αν έχει η κάθε κατηγορία, στο τέλος όλοι συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα: κανείς δεν είναι σίγουρος  για την απατηλή υπόσχεση της μετά θάνατο ζωής αφού ακόμη δεν έχει πεθάνει. Δεν έχει δηλαδή μεταβεί σε ότι καραδοκεί- από τον παράδεισο και την κόλαση μέχρι το απόλυτο τίποτα,-να μας καλέσει κοντά του  μετά το τέλος της ανθρώπινης σάρκας και υπόστασης.
Ο Φρόιντ στο μεγάλο μέρος του συγκλονιστικού του  έργου εξερευνά όχι τόσο το μετά, αυτό δεν τον συγκινεί, αλλά το κατά, δηλαδή τον απόλυτο τρόμο του ατόμου απέναντι στο τέλος. Ο άνθρωπος, ταξιδιώτης ασυνείδητος της ζωής, δεν αντιλαμβάνεται σε πληρότητα την έννοια του τέλους γιατί κανείς δεν τον προετοιμάζει ποτέ σωστά κι επομένως δεν έχει παρά να αποδιώξει, δηλαδή να προβάλει στην ουσία σε άλλους χώρους και συναισθηματικά το  ίδιο πάντα πρόβλημα: τον εσωτερικό φόβο του θανάτου, κάτι που ο μεγάλος ψυχαναλυτής και η γύρω του σχολή αποφάσισαν να εντοπίσουν μέσω της ανάλυσης των ονείρων και της σεξουαλικότητας.
Ο θάνατος ως απότομος, ξαφνικός μαύρος θεριστής που δε λογαριάζει σχέδια και όνειρα, είναι που απασχολεί τη Δέσποινα Τσιτάκη στο πρώτο της ογκώδες από άποψη σελίδων, μυθιστόρημα. Το βιβλίο, που στην ουσία κρύβει τον αληθινό του τίτλο που είναι πέρα από το επίσημο  «χτύπα ξύλο», η ονομασία που αποδίδεται στο τέλος του βιβλίου και είναι «καλειδοσκόπιο θανάτου». Η λέξη αυτή είναι που συνταράσσει σε σχέση με την εξήγησή της αλλά και τη σύνδεση με το μυθιστόρημα αυτό που πραγματεύεται τον θάνατο με μια εκπληκτική οικειότητα. Στο λεξικό του κ. Μπαμπινιώτη της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. 2005, μαθαίνουμε ότι καλειδοσκόπιο είναι ένα οπτικό όργανο που αποτελείται από επίπεδα κάτοπτρα τοποθετημένα μέσα σε αδιαφανή σωλήνα σε τέτοια γωνία μεταξύ τους ώστε να σχηματίζονται συμμετρικά φαντασμαγορικά σχήματα από τις πολλαπλές ανακλάσεις κομματιών χρωματιστού γυαλιού που βρίσκονται κι αυτά μέσα στον ίδιο σωλήνα, τα δε σχήματα που προβάλλονται, αλλάζουν διαρκώς με την περιστροφή του σωλήνα. Στην ουσία δηλαδή το όργανο αυτό στηρίζεται σε μια απάτη οφθαλμολογική κι επομένως είναι απάτη ο θάνατος, είναι μονάχα μια προβολή του πνεύματος, ένας εξορκισμός έστω του φόβου μας απέναντι στο μεγάλο σκοτάδι που μας κυκλώνει, είμαστε εμείς τα κάτοπτρα και πάνω μας προβάλλονται οι θάνατοι φίλων, συγγενών, ιδέες μισοτελειωμένες, όνειρα απατηλά, ταξίδια που δεν τολμήσαμε να κάνουμε μέσα στις ζωές των άλλων, είναι αυτός ο άγνωστος άλλος που κρύβουμε μέσα μας κι εν τέλει ο ίδιος μας ο επίπλαστος θάνατος, είμαστε εμείς  που σκάβουμε μόνοι μας τον τάφο μας λοιπόν;
Μέσα σε όλα αυτά τα βασικά ερωτήματα που θέτει η Δέσποινα Τσιτάκη στο έργο της, κυρίαρχο ρόλο δεν παίζει η εύρεση των απαντήσεων, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που παίζει με το γνωστό κανόνα του ευτυχούς τέλους, δεν υπάρχουν άγγελοι με δραστικές παρεμβάσεις, από μηχανής αυθεντικοί θεοί, δεν υπάρχουν θαύματα, υπάρχει μονάχα η ατέρμονη, τρομακτική, επίπονη αναζήτηση του θανάτου ως μετάβαση. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο της μετάβασης είναι που εάν αναγνωσθεί σωστά, θα ξεκλειδώσει το βιβλίο και θα δώσει ένα τέλος στο πείραμα-παιχνίδι-απάτη του καλειδοσκόπιου. Ο θάνατος είναι απλώς ακόμη ένα σκαλί σε ένα συνεχές προχώρημα ή και αιώρημα ίσως, προς τα μπροστά. Το εάν συμβαίνει ξαφνικά, αναπάντεχα και σε νεαρή ηλικία, δεν έχει να κάνει με τη σκληρότητα του θεού των χριστιανών ούτε με κάποια ατελέσφορη μυστικοπάθεια και πόσο μάλλον με κάποια «αμαρτία» γονέων. Ο θάνατος δεν είναι η τιμωρία που έρχεται να φοβερίσει τον αμαρτωλό, τον άνθρωπο που έχει κάνει πολλά λάθη στη ζωή του, που επέλεξε ένα δρόμο διαφορετικό από τον καθώς-πρεπεισμό και την ηθική της αρετής. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, εάν ο θάνατος ήταν η αμίλεικτη τιμωρία που έρχεται για τους εν δυνάμει «κακούς», τότε σαφώς οι πολιτικοί ηγέτες μας θα μας είχαν λείψει από καιρό, οι δε άγιοι της εκκλησίας μας, θα ήταν ακόμη μαζί μας…
Όμως ο θάνατος δεν είναι παιχνίδι. Είναι το πέρασμα στο χθες, η διαρκής πια παρουσία σε ένα αιώνιο απουσιολόγιο της ζωής. Και η Δάφνη, η αντι-ηρωίδα του βιβλίου, το διαπιστώνει αργά, επώδυνα, το αντιλαμβάνεται καθώς το τέλος την αγκαλιάζει από παντού κι επομένως η προετοιμασία για τη μετάβαση πρέπει να εναρμονισθεί άμεσα με το μόνο στοιχείο που ξοδεύεται και  τροφοδοτεί το βιβλίο ως σημείο αναφοράς κι αυτό δεν είναι παρά ο χρόνος, η άλλη δυναμική του καλειδοσκόπιου που αντιδρά με το έτερο ζύγι του θανάτου.
Υπάρχει μια προσπάθεια συνομιλίας μέσα στο βιβλίο: μια προσπάθεια να μπουν κάποια πράγματα σε τάξη πριν ο μεγάλος θηρευτής έρθει. Αυτή η διαρκής προσπάθεια να συνομιλήσει κάποιος με το θάνατο σε χρόνο οριστικό αφού το τέλος είναι σύντομα κοντά, χαρακτηρίζει όλη σχεδόν την προσπάθεια γραφής, όλη την αγωνία, όλη την κατάκτηση του εσωτερικού διαλόγου που υφαίνεται μέσα σε ένα κόσμο που συνοψίζει το άτομο ως ταυτόχρονο πνεύμα και ύλη με αναφορικό στοιχείο τη μεταφορά του πρώτου και τη σήψη του δεύτερου. Η συνομιλία είναι αυτή που έρχεται να καθορίσει τον τρόπο που επιλέγει η ηρωίδα Δάφνη και μέσα από αυτήν η έτερη ηρωίδα Φαίδρα και τελικά μέσα από αυτές η άγνωστη ηρωίδα Έλενα ώστε να περάσει ομαλά, χωρίς θρήνο και με συντροφιά τους μοναχικούς λύκους στην αντίπερα όχθη.
Δομικά και πάντα σε αντιπαραβολή με το θανατικό συμβολικό στοιχείο, εμφανίζεται, τι άλλο βέβαια, ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο ή καλύτερα όνειρο εφιαλτικό, σε όλη σχεδόν την έκταση του βιβλίου. Το όνειρο εμπεριέχει το καθαρτήριο στοιχείο του νερού μέσα στο οποίο ηρεμεί η ηρωίδα αλλά και το καταστρεπτικό στοιχείο μιας φάλαινας που φυσικά αντικατοπτρίζει το υπέρτατο ον που καταπίνει τα πάντα και κόβει δια παντός κάθε γέφυρα προς τη ζωή και την ελπίδα. Κι έτσι ο θάνατος έρχεται όσο το δυνατό γαλήνια χωρίς την ανάγκη κάποιου μεσολαβητή για τη διευκόλυνση της μετάβασης, κάποιου τυχάρπαστου εξομολογητή ή εκπροσώπου του εν γένει χριστιανικού θρησκευτικού στοιχείου. Εξετάζοντας λοιπόν από ψυχολογική οπτική το δεδομένο αυτό και ελκυόμενοι από τη σκοπιά της γνωστικής ψυχολογίας που απασχολείται με την κατάκτηση της γνώσης μέσα από την ανθρώπινη νόηση που σε σχέση και με τις ψυχαναλυτικές μεθόδους κατέληξαν να κάνουν έξαλλους τους εκπροσώπους της εκκλησίας και ιδιαίτερα της καθολικής και των προτεσταντών αφού απέσυραν κατά κάποιο τρόπο ένα μέρος της πελατείας τους από τον οίκο του Θεού στον οίκο της εσωτερικής αναζήτησης κι επομένως έπαψαν το μονοπώλιο της διαχείρισης της σωτηρίας και του θανάτου από την τράπεζα της εκκλησίας αποκλειστικά.
Καθώς οδεύω στο τέλος αυτής της ανάλυσης της μετάβασης όπως αυτή οριοθετείται μέσα στο βιβλίο της Δ. Τσιτάκη, θεωρώ σημαντικές δύο ακόμη στάσεις που γίνονται στο έργο οι οποίες αν και σύντομες διαχέουν και διατρέχουν συνολικά τις 455 σελίδες του. Είναι η παρουσία της ιδιαίτερης νοσοκόμας Ευδοκίας ως εν δυνάμει αόρατος άγγελος δίπλα στη Δάφνη καθώς και η εμφάνιση των λύκων προς το τέλος. Με τη βοήθεια της σημειολογίας, αν εξετάσουμε τη γυναίκα-φύλακα-άγγελο δεν έχουμε παρά να διακρίνουμε τη μοναδική ίσως απόπειρα που γίνεται για να βρεθεί μια γέφυρα-συμβιβασμός με την παρουσία του θείου στοιχείου στην έλευση του θανάτου χωρίς ωστόσο να έχουμε ποτέ το τελικό ξεκαθάρισμα της θέσης του παντεπόπτη Θεού στον κόσμο της Δάφνης που τελειώνει. Το άλλο δυναμικό στοιχείο, η παρουσία του λύκου, λειτουργεί σε αντιδιαστολή με ότι είναι καθιερωμένο. Ο λύκος, αρχέγονο σύμβολο πολλών παλιών πολιτισμών, εδώ δεν επιτίθεται, κάθε άλλο, εδώ γρυλλίζει για να προστατεύσει απέναντι σε αυτό το άγνωστο που μοιραία έρχεται. Αυτά τα δύο αντικείμενα, μαζί με την παρουσία των οικόσιτων ζώων υποκειμένων που είναι παντού ως μάρτυρες σιωπηλοί, καταλήγουν να προστατεύουν τη Δάφνη, να αποτελούν το εισιτήριό της για το διάβα του Αχέροντα, έναν οβολό πικρό μα και πολύτιμο αφού είναι αδύνατο πια να αποφευχθεί αυτή η τόσο αναπάντεχη κάθοδος στον Άδη, αυτή η άδικη έλλειψη από  το ζωοποιό στοιχείο του φωτός.
Τελικά, καθώς ο θάνατος προχωρεί νικώντας όλες τις αντιστάσεις και τα γελοία εμπόδια που του βάζουμε για να τον ξεγελάσουμε και στην ουσία να ξεγελάσουμε το είναι μας, εμάς και τον αστισμό μας που μας διατρέχει και μας παραδίδει απροετοίμαστους στο μεγάλο θηρευτή, εκεί ακριβώς είναι που μπαίνει το μεγάλο ερωτηματικό από τη Δέσποινα Τσιτάκη: μπορεί ο έρωτας να νικήσει το θάνατο έστω και πνευματικά; Είναι δυνατό να καταπραϋνθεί στην ψυχή του ανθρώπου η οργή, το μίσος, ο θυμός, η απελπισία, η ζήλεια, η απελπισία, όλα τέλος πάντων τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα με τα οποία τρέφεται ο Χάρος κι έρχεται να μας αρπάξει ξαφνικά, πριν ακόμη προετοιμαστούμε για μια έστω εκ των προτέρων χαμένη μάχη σε μαρμαρένια αλώνια;
Μπορεί, πρέπει να μπορεί, ο έρωτας να νικά τον θάνατο; Κι έτσι, τη στιγμή που ακούγεται ο τελευταίος ήχος και δεν είναι παρά το χώμα που ρίχνουν οι φίλοι πάνω στο φέρετρο, το ήδη χωμένο στο χώμα, εκεί ο θάνατος να φεύγει ηττημένος κατά κράτος, πήρε ένα κορμί αλλά δεν μπόρεσε να αποσώσει ούτε και θα μπορέσει ποτέ τον έρωτα, το μεγαλείο του να είναι άνθρωπος κανείς, της μεγαλύτερης τιμής του να ζεις, του έρωτα που μπορεί να ξαποστείλει τον θάνατο θριαμβευτής έχοντας πίσω του τους λύκους να καραδοκούν. Όχι για να αρπάξουν αλλά για να προστατέψουν, να ξεπροβοδίσουν, να κάνουν τη μετάβαση υποφερτή, ένα τριαντάφυλλο αμάραντο από τη λύσσα του θανάτου σε ένα κρεσέντο σπαραχτικό μα αναπόφευκτο.
Γιατί αυτό που μετράει είναι η προετοιμασία  για τη μετάβαση: το τέλος θα έρθει για όλους, άλλοτε αργά άλλοτε νωρίτερα από το κανονικό, το θέμα είναι πώς θα μας βρει εμάς: έτοιμους κατά το δυνατό και ολοκληρωμένους, χαρούμενους γιατί περάσαμε μια ζωή γεμάτη εμπειρίες, χαρές, ηδονές και συντροφικότητα ή χαμερπείς, ελεεινούς και θυμωμένους σα να ήταν  μνημόσυνο πένθους η ζωή που πέρασε; Η επιλογή αφήνεται σε εμάς, όχι στο μεγάλο δημιουργό, εάν αυτός υπάρχει μέσα από τα κατασκευασμένα κάτοπτρα και την πολλαπλή προβολή ειδώλων. Η επιλογή βρίσκεται-πάντα βρισκόταν-μέσα μας. Κι όπως προτείνει αδιόρατα η συγγραφέας μέσα από το βιβλίο της μέσω της παράξενης και άυλης Ευδοκίας, "εγώ λέω να ζήσεις". Να ζήσετε λοιπόν μια όμορφη ζωή και να βαδίσετε απολύτως ήρεμοι στο τέλος που δεν είναι παρά μια ακόμη αρχή.





Ο Γιάννης Τσιτσίμης μοιράζει τις ημέρες του ανάμεσα στο Κιλκίς (γενέθλια πόλη, 1966) και στη Θεσσαλονίκη (αιώνια  αγαπημένη). Έχει εκδώσει 4 μυθιστορήματα και έχει σκηνοθετήσει 1 ντοκιμαντέρ, 7 μικρού μήκους ταινίες και 1 μεγάλου.
Άρθρα, κείμενα και κριτικές του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες, έντυπα και περιοδικά της Β. Ελλάδας.
Έχει εκδώσει:
- Ο ιερός πάτος του Αγίου Αλκοόλ ( Παρατηρητής - 1996)
- Οι σφαίρες θα χουν τ΄ όνομα σου αγαπημένη ( Τραμ - 2000)
- Η επιστροφή του Ραμόν ( Εγνατία οδός - 2004)
-Της μνήμης ξωτικό που χάθηκε (In extremis - 2009)
- Ενοικιάζομαι (Ένεκεν, 2012)

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012




Το χιόνι είχε παγώσει και ήταν σκληρό, αλλά και εγώ είχα απίστευτη δύναµη. Δεν ξέρω πόσο µου πήρε για να σπάσω τον πάγο, να τον καθαρίσω από το χώµα που σαν βουναλάκι είχα αφήσει δίπλα για να κλείσω το λάκκο. Την έβαλα στα ζεστά, στη γήινη αγκαλιά µιας µεγάλης Μάνας, αφού έριξα µια τελευταία µατιά στα πράσινα µάτια της, τα πεισµατικά ανοικτά, τη σκέπασα και τότε, την ώρα που η νύχτα γίνεται µέρα, σήκωσα τη γροθιά µου στον ουρανό και ούρλιαξα µε την πιο δυνατή φωνή µου.
Ούρλιαξα µαζί µε τους λύκους µου, φωνάζοντας το Χάρο να αναµετρηθούµε τότε, τη στιγµή εκείνη. Να τα βάλει µαζί µου χωρίς να χρειάζεται να µου παίρνει τους πάντες από γύρω µου µέχρι να φύγω. «Σειρά µου ήταν», του υπενθύµισα. «Σειρά µου». Πέταξα το φτυάρι µε τόση δύναµη που την άλλη µέρα το βρήκα έξω από το κτήµα.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Χτύπα ξύλο




 «Γιατί εγώ;», ρωτούσα και ξαναρωτούσα όλον αυτό το μήνα. «Γιατί εγώ; γιατί σε μένα;», ρώτησα το σύμπαν και τι ήθελα και το έκανα.

«Και γιατί όχι;», άκουσα πολύ καθαρά, αλήθεια λέω, το άκουσα πολύ καθαρά όπως ακούω τη Μάγια να γαυγίζει έξω. Εγώ που δεν ακούω τίποτε, που νομίζω ότι κάνω προσευχές στο βρόντο και κανείς δεν με ακούει, άκουσα μια αμετάκλητη φωνή να λέει «Και γιατί όχι;».

Τι θα πει γιατί όχι; Χιλιάδες απαντήσεις και δικαιολογίες σχηματίστηκαν στο μυαλό μου και σπρώχνονταν να χωρέσουν ανυπόμονες, να απαντήσουν στην προσβολή.

Εγώ, το καταλαβαίνεις; Εγώ! Που είμαι τόσο καλή, τόσο όμορφη, που πρέπει να πάω ταξίδια που δεν έκανα, να γνωρίσω ανθρώπους σοφούς ή έστω σκέτο ανθρώπους ή μάλλον και άλλους ανθρώπους, να περπατήσω σε απάτητες κορυφές, να μάθω σκι, μηχανή, να κάνω παιδιά, όχι μάλλον παιδιά δεν θα κάνω. Φτάνει αυτό που έκανα. Εγώ που βρίσκω ανεπαρκή τη μέχρι τώρα ζωή μου απ’ όποια πλευρά και αν την κοιτάξω.

«Ξέρεις ποια είμαι εγώ;», φώναξα αλλά σιώπησα αμέσως καθώς η φωνή μου με πήγε σε δρόμους ασφαλτοστρωμένους όπου οι οδηγοί φρενιασμένοι ρωτούν ο ένας τον άλλον: ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Όχι, δεν ξέρω και ούτε θέλω να μάθω. Αυτό δεν μου το απάντησε το σύμπαν, ευτυχώς, άσε που οι σκέψεις βούιζαν σαν μέλισσες στο μυαλό μου και δεν θα μπορούσα να ακούσω ούτε βόμβα αν έσκαγε δίπλα μου!

«Τι θα πει γιατί όχι; Δηλαδή είμαι σαν τους άλλους, ή μάλλον δεν είμαι τίποτε; Σαν εκείνες τις κλισέ φράσεις που λένε στις κηδείες; Τι είναι ο άνθρωπος; Ένα τίποτα!» Είμαι εγώ ένα τίποτα; Ένα απόλυτο τίποτα;
Θα γίνω ένα τίποτα; Από τώρα; Και όλα αυτά τα όνειρα που έκανα; Τα σχέδια που είχα; Ξέρεις τι έχω να κάνω ακόμη;», ρώτησα και τώρα δεν είναι ότι άκουγα μόνο, αλλά νόμιζα ότι έβλεπα κιόλας κάποιον να ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους.

Είναι άραγε αναπόφευκτο να σκέφτεται κανείς «Γιατί εγώ;», είναι αναπόφευκτο να συγκρίνεται κανείς στο θάνατο όπως και στη ζωή; Ή μήπως οι άλλοι είναι γενναίοι και το αποδέχονται ενώ εγώ είμαι πολύ δειλή, κακιά, φθονερή για να σκέφτομαι έτσι;

Φοβάμαι ακόμα και να απαντήσω στην ερώτηση. Σίγουρα δεν είναι σωστό να λέω γιατί εγώ και όχι εκείνος ή ο άλλος. Μπορώ τουλάχιστον να λέω «Γιατί εγώ;» σκέτο;
«Γιατί εγώ;», «Γιατί εγώ;», «Γιατί εγώ;», «Γιατί εγώ;», «Γιατί εγώ;», «Γιατί εγώ;», «Γιατί σε μένα;».









Απόσπασμα από την ομιλία της Χριστίνας Λιναρδάκη





Το Χτύπα Ξύλο είναι το πρώτο δημοσιευμένο μυθιστόρημα της Δέσποινας Τσιτάκη. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο (και υπογραμμίζω αυτές τις λέξεις, γιατί όσο και να μοιάζει αυτονόητο, στην εποχή του εκτεταμένου self-publishing δεν είναι) στο οποίο η συγγραφέας χειρίζεται με πραγματικά πρωτότυπο τρόπο ένα παμπάλαιο θέμα. Πρόκειται για το θέμα του θανάτου.

Η βασική διαφορά του Χτύπα Ξύλο με έργα του παρελθόντος είναι ότι δεν περιέχει απλώς τον θάνατο, περιέχεται το ίδιο μέσα σε αυτόν. Όλο το βιβλίο είναι απορροφημένο από την προοπτική του βέβαιου θανάτου της ηρωίδας. Όλο το βιβλίο μοιάζει αφιερωμένο στο θάνατο. Όμως όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, όπου όλα τα πράγματα προβάλλουν σε ζεύγη και ακουμπούν πάνω στο φαινομενικά αντίθετό τους και υπάρχουν εξαιτίας του, έτσι και το βιβλίο με το να μοιάζει αφιερωμένο στο θάνατο είναι όλο αφιερωμένο στη ζωή. Είναι ένα εγκώμιο της ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη «θάνατος» αναφέρεται 157 φορές στο βιβλίο και η λέξη «ζωή» 294, δηλ. σχεδόν τις διπλάσιες.

Το μυθιστόρημα είναι διαρθρωμένο σε 54 κεφάλαια. Η χρονική ροή είναι φυσική, η εξέλιξη των γεγονότων γραμμική. Δεν κατατμείται η ροή με την παρείσδυση κεφαλαίων σε άλλο χρόνο, όπως έχει γίνει της μόδας, και το μόνο στοιχείο που μας συνδέει με τον παρελθόντα χρόνο είναι οι αναμνήσεις της ηρωίδας. Η χρονική περίοδος που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου είναι το διάστημα των οκτώ περίπου μηνών από τη στιγμή που η ηρωίδα μαθαίνει ότι πρόκειται να πεθάνει μέχρι το τέλος του τμήματος και η δράση εκτυλίσσεται στην πόλη, στο δάσος και σε ένα όμορφο ειδυλλιακό χωριό. Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου αντιστέκεται στα χρονικά πλαίσια και ο χώρος επίτηδες παραμένει εν πολλοίς απροσδιόριστος.

Η γλώσσα είναι απλή, στρωτή, έντεχνη. Το μεγαλύτερο ατού του βιβλίου είναι η πλοκή και ο πλούτος της πλοκής αυτής. Ο ψυχισμός της ηρωίδας αναλύεται σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατο να μη βρει κανείς κάτι που να του θυμίζει τον εαυτό του. Είναι επίσης αδύνατο να μην έρθει αντιμέτωπος με τα βασικά ερωτήματα: «πώς ζει κανείς, πώς αγαπά κανείς», ερωτήματα που δυστυχώς δεν απασχολούν κανέναν πραγματικά, αν δεν τον απασχολήσει πρώτα το «πώς πεθαίνει κανείς». Και τα ερωτήματα αυτά βρίσκουν την απάντησή τους καθώς προσωπεία εγκαταλείπονται ή πέφτουν, συγκρούσεις και ανατροπές υπονομεύουν το αίσθημα ασφάλειας της ηρωίδας και του αναγνώστη και άλυτα ζητήματα του παρελθόντος βρίσκουν τη λύση τους ή τη συμφιλίωση των ηρώων μαζί τους. Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα ταξίδι συμφιλίωσης. Είναι τα ταξίδι προς την αρμονία και την τέλεια ηρεμία που μπορεί κανείς να βιώσει μόνο όταν βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα.

Κι αυτό συντελείται ενόσω το βάθος δίνει τη θέση του στη δράση στο δεύτερο μισό του βιβλίου και ανατροπές, συγκινήσεις και εκπλήξεις διαδέχονται καταιγιστικές η μία την άλλη. Όμως η μεγαλύτερη έκπληξη, και είναι μάλιστα διπλή, περιμένει τον αναγνώστη στο τέλος.

Άφησα για το τέλος ένα σημαντικό ερώτημα που πάντοτε προκύπτει όταν μία γυναίκα γράφει ένα έργο με ηρωίδα γυναίκα. Πρόκειται για γυναικεία λογοτεχνία; Η απάντηση για το Χτύπα Ξύλο είναι πως πληροί και τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων χαρακτηρίζεται ένα έργο λογοτεχνικό: έχει βάθος, έχει αμεσότητα και είναι γραμμένο σε όμορφο λόγο. Η απάντηση επομένως είναι ότι πρόκειται απλά για λογοτεχνία και μάλιστα με Λ κεφαλαίο.



Ομιλία της Μαίρης Φιλιππάκου







Διαβάζοντας το βιβλίο «Χτύπα ξύλο» της Δέσποινας Τσιτάκη θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως αυτό που μας περιγράφεται είναι μια απλή καθημερινή ιστορία. Η Δάφνη μαθαίνει ξαφνικά πως πεθαίνει. Ο χρόνος που της απομένει είναι λίγος. Πανικός και φόβος την πνίγουν. Θυμός και οργή για την αδικία που συντελείται . «Γιατί σ’ εμένα, γιατί εγώ!!».
Όμως, δεν υπάρχουν απλές ιστορίες και σίγουρα η ζωή της Δάφνης μόνο απλή και καθημερινή δεν είναι.
Η Δάφνη νοσεί. Είναι η σκιά της απογοήτευσης που βαραίνει την ψυχή της. Έχει από νωρίς καταλάβει, πως δεν ζει σ’ έναν δίκαιο και προβλέψιμο κόσμο. Οι γονείς δεν μας προστατεύουν, το σπίτι δεν μας παρέχει ασφάλεια. Οι γονείς της ψυχροί και αδιάφοροι, απαθείς. Απόντες. Απόντες ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της. Πόσο ανάγκη έχει την επιδοκιμασία τους, τον καλό τους λόγο που δεν άκουσε ποτέ. Πόσο προδομένη έχει υπάρξει!
Απομονωμένη και αθέατη, αυτοκαταστρέφεται με το ξόδεμα της εφηβεία της. Εκδικείται! Η Δάφνη πεθαίνει και ίσως δεν είναι η αρρώστια που την τελειώνει. Ένας βαθύτερος φόβος αναδύεται για τον χρόνο που δεν αναστρέφεται, για τα λάθη που δεν διορθώνονται.
Άδεια πια, αφού διασκόρπισε την ενέργεια της, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που είχαν οι άλλοι γι’ αυτήν. Που πήγε αλήθεια τόσος πόνος! Κρυμμένος καλά, βρίσκεται μέσα στο σώμα της, στο θυμό της που ούτε για μια στιγμή δεν μπόρεσε να εκτονώσει με μία κραυγή.
Μάνα στην θέση της μάνας, τώρα και από πάντα η Χαρίκλεια, η βοηθός του σπιτιού. Η προσφορά προσωποποιημένη. Προστασία και αγάπη ολόκληρη. Η Χαρίκλεια είναι η απόδειξη πως όλα ταξινομούνται με μια θεία δικαιοσύνη. «Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις στη ζωή μου» κι έτσι απλά, καταθέτει την ευγνωμοσύνη της.
Δίπλα στη Δάφνη, πάντα τα ζώα της. Η πιο ανόθευτη πηγή αγάπης και τρυφερότητας. Εκεί που οι άνθρωποι υπήρξαν ανίκανοι να διαπεράσουν το προσωπείο της, τα ζώα την έχουν κερδίσει.
Η Δάφνη όμως δεν είναι μια τυχαία ψυχή. Ένα μεγάλο ταξίδι! Αυτό είχε λαχταρήσει γιατί παράγιναν όλα γνωστά. Ένα ταξίδι που θα είναι αλλιώτικο από τ’ άλλα, και σαν να άκουσε το σύμπαν την επιθυμία της, με μια δική του νομοτελειακή αντίληψη την βγάζει βίαια από την τροχιά της ζωής που επαναλαμβάνει τα λάθη της και την θέτει στην αφετηρία. Μετατόπιση; Αναστροφή; Αλλαγή πορείας.
Πόσο θανατηφόρος μπορεί να είναι ο θάνατος για έναν άνθρωπο που πεθαίνει μέσα του κάθε μέρα; Η Δάφνη δεσμευμένη από τον περιορισμένο χρόνο, αποφασίζει να ζήσει και να φτάσει στο τέλος του επίγειου ταξιδιού πιο ζωντανή από ποτέ. Μπορεί ο θάνατος να διαλέγει εκείνη, όμως εκείνη διαλέγει την ζωή. Ίσως τελικά η σωστή ερώτηση να μην είναι πως πεθαίνει κανείς, αλλά πως ζει κανείς.
Δεν θέλει να τελειώσει μέσα σ’ ένα ψυχρό νοσοκομείο. Θέλει να αντιστρέψει αυτή τη μηχανική διαδικασία, δοκιμάζοντας το ατίθασο μυαλό της, τιμώντας το θάνατο αλλά εν ζωή ώστε η ώρα της μετάβασης να είναι εξαγνιστική και ήσυχη.
«Φεύγω» ψιθυρίζει στον φύλακα Άγγελο της. «Εγώ λέω να ζήσεις» της αντιστρέφει. «Θα ζήσω και θα χαίρομαι! Θα ακονίσω τις αισθήσεις μου ως εκεί που δεν παίρνει. Θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, να χορτάσω χρώμα, θα τα κλείνω ν’ ακούω το ψιθύρισμα της νύχτας. Πως είναι να κάνεις πραγματικά αυτό που θέλεις και να μην σε νοιάζει πως θα το πάρουν; Πως είναι άραγε να ζεις χωρίς να περιμένεις τίποτε; Απλώς να ζεις;»!
Η Δάφνη δεν θα φύγει από τη ζωή εάν δεν τακτοποιήσει τους λογαριασμούς που εκκρεμούν. Η μεταστροφή ξεκινά, γιατί έφτασε ο καιρός της δράσης και τελείωσε εκείνος της αναποφασιστικότητας.
Άμεσα πρέπει να διαμορφώσει γνώμη και εικόνα για τον εαυτό της, χωρίς τα παρεμβατικά εμπόδια του περίγυρου της. Πρέπει ταχύτατα να αναγνωρίσει και να κατανοήσει τα συστατικά από τα οποία αποτελείται. Πρέπει να βρει τον εαυτό της μέσα στην ολότητα του. Όχι μέσα από καθρέφτες, όχι μέσα από γονεϊκές γνώμες, όχι μέσα απ’ αυτό που προφασίζεται ότι είναι, αλλά μέσα από την δική της βιωματική, μέσα από την βαθειά γνώση της πορείας της ζωής, μέσα από την περιπλάνηση. Άλλωστε φεύγει ξαφνικά, θέλοντας να σβήσει τα γνώριμα μέσα της, να αφήσει το οικείο πίσω της βαδίζοντας στο άγνωστο, κάτι σαν αφετηρία εσωτερική.
Αντιλαμβάνεται πλέον πως όλες οι αλήθειες και τα ιδανικά που έμαθε κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων, τότε που οικοδόμησε την πίστη της στο ψεύτικο εαυτό, ήταν αναποτελεσματικοί οδηγοί για το απόγευμα και το δειλινό της ζωής που δεν θα προλάβει ν’ αντικρύσει.
«Πως δεν το βλέπουν; Αρχίζει να αναρωτιέται. Πως δεν διακρίνουν την γύμνια του κόσμου, πως μπορούν να ζουν σαν οι ίδιοι να είναι αθάνατοι; Πως ζούσα εγώ πριν λίγο καιρό, σαν αθάνατη;»
Όσοι δεν κινούνται δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους. Στην ακινησία δεν παρατηρείται ούτε θλίψη, ούτε χαρά. Η Δάφνη το έχει καταλάβει αυτό. Με τον Ελύτη να της ψιθυρίζει «κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» αφήνει πίσω της την πόλη της, το σπίτι της και περπατά το αρχετυπικό μονοπάτι της περιπλάνησης . Όπως παλιά. Πολύ παλιά. Σαν τον Ηρακλή, σαν τον Οδυσσέα αφήνει πίσω της τον τόπο που ζει και ξεκινά την περιπλάνηση της περιδιαβαίνοντας τη χώρα, συλλέγοντας εμπειρία και γνώσεις, φτάνοντας τελικά στον κόσμο του επέκεινα. Εκεί  που δεν θα βρει μόνο το βασίλειο του θανάτου αλλά και την μήτρα της Μεγάλης Θεάς Μητέρας Γης.
Περπατά σε μονοπάτια σκιερά και υγρά, εκεί που ο ήλιος δεν φτάνει και οι κορμοί των δένδρων είναι γεμάτοι μούσκλια, εκεί που κάτω από τους θάμνους και τις πέτρες φυτρώνουν μικρά μανιτάρια.
Το οπτικό της πεδίο ανοίγει μέσα στο δάσος και γίνεται ενορατικό. Εκεί συναντιέται με τον Μάρκο – φύλακας Άγγελος ή οδηγός ψυχοπομπός; - για να κάνουν μαζί, αυτό που ο καθένας μόνος του δεν μπόρεσε. Μαθητές στην ζωή τους και Δάσκαλοι στην ζωή του άλλου.
Εκδηλώνει την πρώτη θεμελιακή αρετή: αγάπη άνευ όρων, σεβασμό στον εαυτό και τα υπόλοιπα πράγματα, καθώς και την δεύτερη, αυτήν της φυσικής ειλικρίνειας η οποία εμφανίζεται ως μια εντιμότητα και αποφασιστικότητα να είναι κανείς πιστός στον αληθινό, στον πιο αυθεντικό του εαυτό.
Η ιστορία φωνάζει. Διαβάστε με καλά. Διαβάστε με σκέψη υπεύθυνη, ικανή να διεισδύσει μέσα σ ‘ ένα κείμενο επιφανειακά φωτεινό, σε βάθος σκοτεινό αλλά στον πυρήνα του, απόλυτα φωτεινό.
Ο κόσμος είναι χωρίς αρχή και τέλος. Είναι κατά βάθος άπειρος. Όλες οι καταστάσεις έχουν υπάρξει άπειρες φορές, και θα υπάρξουν όμοια, άπειρες φορές. Βιώστε όλο το φάσμα της μυητικής πορείας της ψυχής. Άγνοια – φόβος – θυμός – οργή – παραίτηση –ελπίδα- μαχητικότητα – ευτυχία – γαλήνη.
Κλείνοντας το βιβλίο ως άλλοι Πυθαγόρειοι, θα βρεθούμε μπροστά στο αιώνιο ανθρώπινο δίλημμα. Ποιο μονοπάτι απ’ τα δύο; Από τη μια ο ευρύς και εύκολος δρόμος. Και από την άλλη…
Αν το αποφασίσουμε, αν το αποφασίσετε θ’ ανηφορίσουμε το βουνό που περιπλανήθηκε εκείνη η ευγενική ψυχή, περπατώντας σε περισυλλογή, με σεβασμό στην εμπειρία, όπου η εσωτερική φύση του ανθρώπου και η εξωτερική φύση ενώνονται, οσφραίνοντας μυρωδιές, ριγώντας από την ικανότητα της φύσης να κρύβεται και να αποκαλύπτει θαύματα για να φτάσουμε στο τέλος θριαμβευτές, λουσμένοι από το φως του φεγγαριού, λυτρωμένοι και καθαροί  και να φωνάξουμε στρέφοντας την γροθιά μας στον ουρανό: Έχεις ήδη κατακτηθεί!!!!!




Ομιλία της Βίκυς Ράπτη - Παπουή





Σήμερα Δάφνη μου, κοιτώντας τον εαυτό σου στον καθρέφτη με μια ματιά τελείως διαφορετική από τις ματιές όλων αυτών των χρόνων, που ξόδεψες κτίζοντας ένα εαυτό που ήθελες οι άλλοι να βλέπουν με αναγνώρισες. Ναι, είμαι αυτή η πολύ χαμηλών τόνων φωνή που σου έλεγε πως η ζωή είναι δώρο.  Ένα δώρο που δόθηκε για να το χαρείς,  να το απολαύσεις, να το αξιοποιήσεις. Που εσύ φοβόσουν να το πάρεις και να  το ζήσεις Ναι, Δάφνη μου, είμαι η συνείδησή σου
Και ξέρεις τι κάνεις  πάλι;
  Με προκαλείς. Mε προκαλείς με τις ερωτήσεις σου. « Γιατί εγώ , γιατί σ’ εμένα Ξέρεις ποια είμαι εγώ;» Και επειδή σε σέβομαι, δεν θα σου χαριστώ. Γιατί Δάφνη μου, έφτασες πια στην Ιθάκη όπως ο Οδυσσέας: μόνη, γυμνή και ικέτις. Έτσι, όπως βγήκες απο την μήτρα της μάνας σου.Έτσι, όπως  όλοι βγήκαμε από την μήτρα της μάνας- γης.
Δάφνη μου, νομίζω πως ξέρω  πολύ καλά ποιά είσαι, όπως το ξέρεις και  εσύ τώρα πια. Μήπως καλή μου, εσύ  δεν είσαι που προκάλεσες και  ενεργοποίησες την ασθένειά σου, από τις έντονες και βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις που βίωνες χωρίς να τις εκφράζεις; Και είναι η φύση της εσωτερικής αυτής  σύγκρουσης η οποία καθορίζει την περιοχή του εγκεφάλου που θα πληγεί και το όργανο στο οποίο θα εντοπισθεί η ασθένεια . Ξέρεις, οι τελευταίες θεωρίες της ιατρικής λένε, πως η ασθένεια, είναι η τέλεια  λύση που βρίσκει ο εγκέφαλος στο πρόβλημα των εσωτερικών συγκρούσεων. Και ρωτάς, Δάφνη μου, γιατί εγώ ; γιατί σ’ εμένα ; Εσύ δεν είσαι που αποφάσισες να ζήσεις την κόλαση της κλειστής ψυχής, χωρίς την γεύση και την αξία της ζωής, γιατί φοβόσουν να ζήσεις; Που ονόμαζες αυτήν την κόλαση αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια; Αν όχι σε σένα, τότε σε ποιον Δάφνη μου;
  Βέβαια και τώρα μπορείς  να τα χειριστείς τα πράγματα. Να’ χεις ανθρώπους να σε  ψευτο-νταντεύουν, να χρησιμοποιήσεις  την αρρώστια σου σαν εκδικητικό εργαλείο σ’ αυτούς που σε πονούσαν,  και να εφεύρεις χίλιους άλλους τρόπους να αναμασάς, ζώντας αυτό που μέχρι τώρα ζεις. Αντί ν’αντιδράς, να βυθίζεσαι,να κλαις, να καθηλώνεσαι και να έχεις δυσκινησία στην αλλαγή. Να βουλιάζεις και να βολεύεσαι στην δυστυχία σου. Είπαμε: έτσι έχεις την προσοχή των άλλων...........
Όμως, Δάφνη μου, τώρα πια οφείλεις να ξεκαθαρίσεις και να απαντήσεις αληθινά αν θέλεις να ζήσεις ή να πεθάνεις. Αν αποφασίσεις να πεθάνεις , μιάς και έτσι και αλλιώς δεν έζησες, η αρρώστια σου είναι μια πολύ αξιοπρεπής διέξοδος. Αν όμως αποφασίσεις το μέχρι σήμερα «ΛΑΘΟΣ» να το μετατρέψεις σε «ΑΘΛΟΣ» απλά αλλάζοντας την γραμματοσειρά δηλ. αλλάζοντας τρόπο ζωής, αν αποφασίσεις λοιπόν να ζήσεις , να ζήσεις για σένα και όχι για δήθεν χιλιάδες υποχρεώσεις, τότε καλή μου, έχεις πολλά να κάνεις.
Μην αναλογιστείς ποτέ  το χαμένο σου  χρόνο. Δεν έχει νόημα.  Χτίσε εποικοδομητικά αυτόν που έχεις μπροστά σου. Να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις, να μην γκρινιάζεις και να μην μεμψιμοιρείς. Πίστεψε παρά πολύ στον ίδιο σου τον  εαυτό. Σ’ αυτή την  δύναμη που νοιώθεις να βγαίνει από μέσα σου και οταν αποφασίσεις πως θέλεις να ζήσεις, Είπαμε :για σένα να ζήσεις και όχι λόγω υποχρεώσεων..

Ο μεγάλος δάσκαλος που ονομάζεται Θάνατος, μας περιμένει, και πολύ καλά κάνει , αφού μια ζωή χωρίς αυτόν θα ήταν ανυπόφορη. Και λέει ο Καζαντζάκης: « αλάτι ο θάνατος και η ζωή πολύ την νοστιμίζει» Ο θάνατος οριοθετεί τη ζωή, της δίνει ένταση και νόημα .Και επειδή η ζωή είναι σύντομη, γι’ αυτό κάθε στιγμή είναι πολύτιμη και αναντικατάστατη. Αν η ζωή ήταν αιώνια , θα βαριόμασταν και δεν θα μπορούσαμε ν’ απολαύσουμε και να ζήσουμε το τώρα. Και η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει τώρα, την παρούσα στιγμή.
Το ξέρω, φοβάσαι το θάνατο. Σιγά, νομίζεις  πως είσαι  μόνο εσύ μ’ αυτό το φόβο, λες και ανακάλυψες το ζεστό νερό! Αναλογίσου τούτο: με το που παραδέχεσαι τον φόβο σου και τον ονοματίζεις, συμφιλιώνεσαι μαζί του και όταν συμφιλιώνεσαι, αυτός μικραίνει. Ο φόβος είναι ένα φάντασμα που μπορεί να γίνει τέρας και να σε καταπιεί, αλλά άμα συμφιλιωθείς μαζί του, καταλαβαίνεις ότι είναι μόνο στο μυαλό σου και μπορεί να μικρύνει πολύ – πολύ.
Στο τέλος – τέλος ο θάνατος είναι το αναπόδραστο. Τώρα εσένα αυτό που σε νοιάζει είναι τον μέχρι τότε χρόνο τι θα κάνεις. Θάμαι δίπλα σου, για να μην παραιτηθείς. Γιατί η παραίτηση είναι ο μόνος δρόμος για να φέρεις πιο κοντά αυτό που θέλεις ν αποφύγεις.
Σαν πρώτα βήματα λοιπόν θα σου’ λεγα να αντιδράσεις με αυτοσαρκασμό και  χιούμορ, σαν αντίδοτο στο φόβο.
Έχεις δύναμη, το ξέρεις, γιατί το βίωσες κάνοντας όλα αυτά που έκανες μέχρι σήμερα . Να πιστέψεις σ’ αυτή τη δύναμη που έχεις μέσα σου , στο ξαναλέω. Μην ξεχνάς αυτή την εν δυνάμει προσπάθεια  αθανασίας που έχουμε όλοι οι άνθρωποι. Αν αυτή η δύναμη που έχεις μέσα σου λέγεται Θεός, δεν το ξέρω. Εκείνος όμως είπε: «Θεοί εστέ».  Και  πιο  παλιά , οι δικοί μας είπαν: « μέτρον  πάντων  άνθρωπος».
Δάφνη μου, η εξίσωση δεν είναι: ασθένεια ίσον θάνατος. Όλοι οι άνθρωποι της γης μέχρι την στιγμή του  αναπόδραστου τέλους, βιώνουν πολλούς  καθημερινούς θανάτους.  Εκατομμύρια απ’ αυτούς παλεύουν για την ζωή με πάθος. Εγώ θα σε βοηθήσω να παλέψεις με πάθος για την ζωή, αλλά να κάνεις ειρήνη με τον εαυτό σου για το ανέφικτο.
Πάμε λοιπόν την περιπλάνησή μας στα καινούργια μονοπάτια. Ποιες είναι οι ανάγκες  σου; Οι πραγματικές σου ανάγκες; Έλα, έλα να βάλουμε και τα όριά σου. Πολύ σημαντικό αυτό.
Τώρα που ξέρεις τις  ανάγκες σου, έλα να τις εκφράσεις, να εκφράσεις τα συναισθήματά σου, να αντιπαρατεθείς με κάποιους (με σεβασμό  βέβαια,  γιατί είσαι κορίτσι  από σπίτι, αν και το κατηναριό δεν βλάπτει πάντα), ν’ αναγνωρίσεις την πραγματικότητα και το κυριότερο να την δεχθείς όπως αυτή είναι, έτσι που στο εξής οι πράξεις σου νάναι προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα .
Καιρός πια να τελειώνεις με τις  οποίες συναισθηματικές εκκρεμότητες με τους άλλους. Να τους συγχωρέσεις, εσύ και αυτοί μαζί, στον ίδιο χώρο.
  Αυτά που σε ενοχλούν να  τα εκφράζεις χωρίς υπεκφυγές.  Το να εκφράζεις με ειλικρίνεια  αυτό που σου συμβαίνει, είναι  ο καλλίτερος τρόπος για να  φροντίζεις τις σχέσεις σου  με τους άλλους. Προσπάθησε να μιλάς την γλώσσα του καθενός, για να γίνεσαι κατανοητή.
Κοίτα!!! Περπατήσαμε ήδη  όλο το κάθετο τμήμα του ύψιλον. Και φτάσαμε εδώ που χαράσσονται  δυο δρόμοι: « αυτός που θα οδηγήσει στην Αχερουσία και που δεν  ταιριάζει πιά σε σένα και αυτός που θα σε οδηγήσει στον Όλυμπο. Τον δρόμο αυτό , θα τον περπατήσεις μόνη σου. Το « γιατί» το ξέρεις. Και μην ξεχνάς τούτο:  δεν μπορείς να προσθέσεις μέρες στην ζωή σου αλλά μπορείς να προσθέσεις ζωή στις μέρες σου. Άντε, καλό σου δρόμο, Δάφνη μου. Και όταν θ’ ανέβεις στην κορφή του Ολύμπου και αναπαυθείς, να θυμάσαι πως η ζωή σου συνεχίζεται στην μνήμη των ζωντανών.




Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η παρουσίαση

Δέσποινα Τσιτάκη

Στην παρουσίαση του βιβλίου μου θα συμμετάσχουν οι:

Χριστίνα Λιναρδάκη
Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι φιλόλογος, επιμελήτρια κειμένων και μεταφράστρια. Άρθρα, μεταφράσεις, συνεντεύξεις (από λογοτέχνες όπως η Κωστούλα Μητροπούλου, η Λένα Παππά, κ.ά.), ποιήματα και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Ομπρέλα, Έρεισμα, Πλανόδιον, Νέα Σκέψη), ενώ έχει συμμετάσχει ως ομιλήτρια στην παρουσίαση αρκετών βιβλίων και ποιητικών συλλογών.







Μαίρη Φιλιππάκου

Η Μαίρη Φιλιππάκου είναι οικονομολόγος με μεγάλο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία.











Δημήτρης Παπαδάτος

Ο Δημήτρης Παπαδάτος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε υποκριτική στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Ωδείου Αθηνών και φυσικοθεραπεία στην Αθήνα. Έχει συνεργαστεί με τους σκηνοθέτες: Κ.Ρουγγέρη, F.Zeffirelli, Μ.Κακογιάννη, Α.Ρήγα, Ν.Ζαππατίνα,Γ.Σμαραγδή, Γ.Καρούνη, Φ.Φιλίππου, Κ.Κουτσομύτη, Α.Παπαδημητρίου, Μ.Ζαχαράτου, Θ.Καλβος, Γ.Σίμωνας, Τ.Ράλλη,κ.α. Είναι εμψυχωτής θεατρικού παιγνιδιού και συνεργάζεται με σχολεία και δήμους. Στον ελεύθερο χρόνο του ταξιδεύει και συλλέγει εικόνες και πληροφορίες κυρίως για δική του χρηση, αλλα αν προκύψει κατι ενδιαφέρον δημιουργικά, κανει κοινωνούς και τους γύρω του. Εχει χιούμορ, αστείρευτο και ξέρει πως το γέλιο του δίνει ζωή. Για οποιαδήποτε πληροφορία χρειαστείτε τον Δημήτρη θα τον βρείτε στην γύρα και στο internet.

Σίσσυ Βερελή

Η Σίσσυ Βερελή είναι 47 χρονών, κοινωνιολόγος, εργαζόμενη, συνδικαλίστρια, ευτυχισμένη μητέρα 2 παιδιών και ζει στο Παγκράτι.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Πρόσκληση













Σας προσκαλώ στην παρουσίαση του βιβλίου μου "Χτύπα Ξύλο" την Τρίτη 23 Οκτωβρίου, ώρα 19.00,  στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. 

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι Χριστίνα Λιναρδάκη, Βίκυ Ράπτη-Παπουή και Μαίρη Φιλιππάκου.

Αποσπάσματα του βιβλίου θα διαβάσουν οι: Σίσσυ Βερελή, Μαίρη Βενέζη-Εγριπέογλου, Άρης Ζιούτας και Δημήτρης Παπαδάτος.

Θα χαρώ πολύ να σας δω.
Δέσποινα